καρέ

καρέ
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 79 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. Ν της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης.
* * *
το και καρές, ο
1. το τετράγωνο
2. (για χαρτοπαίγνια) α) ομάδα τεσσάρων ατόμων
β) όρος τού παιχνιδιού
3. ύφασμα με γραμμές που σχηματίζουν τετράγωνα
4. διαμέρισμα πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιείται ως εντευκτήριο αξιωματικών
5. άνοιγμα στο φόρεμα τών γυναικών στον λαιμό ή στον τράχηλο
6. το μέρος τού στήθους πάνω από τους μαστούς
7. είδος ανδρικής ή γυναικείας κόμμωσης
8. ύφασμα κεντημένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carre «τετράγωνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρέ — το (άκλ., λ. γαλλ.),1. τετράγωνο: Το τραπέζι είναι καρέ. 2. τετράδα όμοιων φύλλων: Καρέ του άσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • κάρ' — κάρα , κάρ neut nom/voc/acc pl κάρε , κάρ neut nom/voc/acc dual κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) κάρα , κάρον neut nom/voc/acc pl κάρε , κάρος heavy sleep masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek …   Wikipedia

  • Rethimno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethimnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου …   Deutsch Wikipedia

  • Rethymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”